υποδηματοποιία

υποδηματοποιία
[иподимагопииа] ста. Θ. сапожное дело, производство обуви,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "υποδηματοποιία" в других словарях:

  • υποδηματοποιία — η, Ν·1. η τέχνη κατασκευής υποδημάτων 2. η βιοτεχνία ή η βιομηχανία κατασκευής υποδημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποδηματοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • υποδηματοποιία — η 1. βιομηχανία ή βιοτεχνία κατασκευής υποδημάτων. 2. η τέχνη του υποδηματοποιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκυτεία — και σκυτείη, ἡ, Α [σκυτεύω] η τέχνη τής επεξεργασίας τού δέρματος για την κατασκευή υποδημάτων, υποδηματοποιία («σκυτεία τέχνη», Μαν.) …   Dictionary of Greek

  • σκυτικός — ή, όν, Α [σκῡτος] 1. ο έμπειρος στη σκυτοτομία, στην υποδηματοποιία 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ σκυτική η σκυτοτομική τέχνη …   Dictionary of Greek

  • σκυτοτομία — ἡ, Α [σκυτοτόμος] η τέχνη τού σκυτοτόμου, υποδηματοποιία («τόν τε σκυτοτόμον εὑρήσομεν καὶ οὐ κυβερνήτην πρὸς τῇ σκυτοτομίᾳ», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • σκύτευσις — εύσεως, ἡ, Α [σκυτεύω] η πράξη τού σκυτεύω, η κατασκευή υποδημάτων, υποδηματοποιία …   Dictionary of Greek

  • υποδηματουργικός — ή, όν, Α [ὑποδηματουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατασκευή υποδημάτων και, κυρίως, σανδαλιών 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑποδηματουργική (ενν. τέχνη) η τέχνη κατασκευής υποδημάτων, υποδηματοποιία …   Dictionary of Greek

  • υπόδημα — Εξωτερικό περικάλυμμα των ποδιών, από δέρμα, ελαστικό ή πανί, γνωστό και με την κοινή ονομασία παπούτσι. Η χρήση του υ. είναι πανάρχαια. Όλοι οι πολιτισμένοι λαοί της αρχαιότητας φορούσαν υ. κατασκευασμένα από ξύλο, δέρμα ή ύφασμα. Στην αρχαία… …   Dictionary of Greek

  • Αγίας Άννης, μονή — Ονομασία τεσσάρων μοναστηριών. 1. Σκήτη στους νοτιοδυτικούς πρόποδες του Άθωνα, η αρχαιότερη και μεγαλύτερη του Aγίου Όρους. Οι μοναχοί της ασχολούνται με την αγιογραφία, τη ραπτική, τη μουσική και την υποδηματοποιία. H εκκλησία της είναι… …   Dictionary of Greek

  • Γκουαγιακίλ — (Guayaquil).Πόλη (1.982.600 κάτ. το 2002) του δυτικού Ισημερινού, πρωτεύουσα της επαρχίας Γκουάγιας (Guayas, 21.382 τ. χλμ., 3.256.763 κάτ. το 2001) στη δεξιά όχθη του ποταμού Γκουάγιας, Β του ομώνυμου κόλπου. Είναι η μεγαλύτερη πόλη του… …   Dictionary of Greek

  • κατσίκα ή γίδα ή αίγα — Γένος αρτιοδακτύλων μηρυκαστικών της μεγάλης οικογένειας των βοοειδών. Κατά την άποψη ορισμένων επιστημόνων, η κ. προέρχεται από τον αίγαγρο, ο οποίος ζει σε υψόμετρο έως 4.000 μ. στις ορεινές ζώνες της δυτικής Ασίας, στην Κρήτη και στις Κυκλάδες …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»